.
Φτάνει να ξανα-ανακαλύψουμε τις γεύσεις της τοπικής κουζίνας της περιοχής μας και αυτόματα καταδικάζεται η παρακμιακή επίδραση των μαζικοποιημένων ταχυφαγίων…
Μαραθώνιες Τελετουργίες Φαγητού
Μια από τις πιο «βασανιστικές» εμπειρίες της φοιτητικής μου ζωής στο Παρίσι, ήταν όταν οι Γάλλοι φίλοι μας μάς καλούσαν για φαγητό στο σπίτι τους. Αρχίζαμε να τρώμε κατά τις έξι το απόγευμα και συνεχίζαμε τον μαραθώνιο μέχρι τα περασμένα μεσάνυχτα, χωρίς απαρεγκλίτως να σηκωθούμε από τη καρέκλα μας, παρά μόνο για κατούρημα! Πρώτο πιάτο, δεύτερο πιάτο, το καθένα με το δικό του κρασί, απελπιστικά αργό μάσημα και διεξοδικός σχολιασμός του κάθε εδέσματος, μέχρι να φτάσουμε στην κορύφωση του δείπνου, που ήταν πάντα τα τυριά, μια ποικιλία από τέσσερα-πέντε τυριά σε κάθε περίπτωση, τα οποία γευόμασταν παρέα με ψωμί μπαγκέτα και κρασί Μπωζολέ επί ώρες ατελείωτες…
Περιττό να σας πω, ότι παρόλο που ήμουν ήδη εκπαιδευμένη στο μακρόχρονο φαγοπότι στις ελληνικές ταβέρνες, στη Γαλλία τα είχα βρει αληθινά σκούρα τα πράγματα. Διότι η κύρια διαφορά με τα αντίστοιχα ελληνικά τραπεζώματα, ήταν η θεματολογία της κουβέντας: στη Θεσσαλονίκη συζητούσαμε για πολιτικά, για προσωπικά κλπ, ενώ στο Παρίσι, η κουβέντα περιστρεφόταν αποκλειστικά και μόνο γύρω από το φαγητό: από ποια περιοχή της Γαλλίας προέρχεται το ένα και το άλλο, πώς παρασκευάζεται, σε ποια εποχή του χρόνου, ποιες είναι οι διαφορές του από αντίστοιχα προϊόντα άλλης περιοχής, και τα λοιπά και τα λοιπά.
Από απλοί φοιτητές μεταμορφωνόταν εν μια νυκτί σε γευσιγνώστες πολυτελείας, έτοιμοι να υποστηρίξουν, όχι μία, αλλά δέκα διδακτορικές διατριβές για το κάθε ένα πιάτο πάνω στο υπομονετικό τραπέζι που μας φιλοξενούσε! Προς το τέλος της βραδιάς και παρά τις καλές μου προθέσεις, έβγαινα πραγματικά νοκ-άουτ και σερνόμουν διακριτικά σαν αδαής λιποτάκτης προς τον πλησιέστερο καναπέ. Εκείνη την εποχή, απορούσα πραγματικά τι νόημα έχουν όλα αυτά και τι ενδιαφέρον βρίσκουν επιτέλους σε αυτή την εξαντλητική συζήτηση περί φαγητού.
Τώρα, είκοσι χρόνια μετά, νιώθω τυχερή και ευγνώμων που μοιράστηκαν μαζί μου αυτές τις στιγμές. Οι Γάλλοι είναι εξάλλου αυτοί που έχουν εφεύρει και ειδική λέξη για να περιγράψουν την κοινωνικότητα του κοινού τραπεζιού: «convivialité», που σημαίνει «να ζούμε μαζί».
Στα γεύματα αυτά δεν τρώγαμε απλά, αποτίναμε φόρο τιμής στο φαγητό μας. Επρόκειτο για μια πραγματική τελετουργία.
Γυρνώντας στην Ελλάδα, άρχισα να ξαναβλέπω κάποιες από τις παλιές μου φίλες, δίνοντας ραντεβού συχνά στο κέντρο της πόλης, σε κάποιο φαστφουντάδικο. Η κατάσταση ήταν ασθματικά περιεκτική: έπρεπε να καταπιούμε τα χάμπουργκερ στα γρήγορα, να τα πούμε στα γρήγορα, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο στα γρήγορα, πριν μας κλωτσήσουν έξω, για να κάτσουν οι επόμενοι πεινασμένοι λύκοι της αγοράς. Κανείς φυσικά δεν πρόσεχε τι έτρωγε, αυτό που είχε σημασία, ήταν να ικανοποιηθεί στα γρήγορα το αίσθημα της πείνας με μια ηδονή γαργαλητού στον ουρανίσκο, που θύμιζε κάτι από αγοραίο έρωτα… Άρχισα τότε να νοσταλγώ εκείνες τις ώρες της ατελείωτης βαρεμάρας με τους Γάλλους φίλους μου, πάνω από τα μισοτελειωμένα καμαμπέρ…
Στις εύφορες πλαγίες του Βεζούβιου στην νότια Ιταλία, αναπτύσσεται μια ποικιλία μεγάλης γαστρονομικής ιδιαιτερότητας, οι μικρές Πομοντορίνο Αλ Πιέννολο. Είναι οι λιλιπούτειες και σκληρόφλουδες τοματούλες που μεγαλώνουν σε μεγάλα τσαμπιά σαν σταφύλια, κάτω από τον σκληρό ναπολιτάνικο ήλιο. Η γεύση και το άρωμά τους είναι υπέροχο και οι χωρικοί τις στοιβάζουν κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, για να τις χρησιμοποιήσουν αργότερα για τη παρασκευή της υπέροχης σάλτσας τους και ειδικά του παραδοσιακού ραγού. Όπως συμβαίνει με όλα τα τοπικά προϊόντα που έχουν γαστρονομική αξία, αυτό που κάνει τις τοματούλες αυτές ξεχωριστές, είναι ο συνδυασμός του ιδιαίτερου μικροκλίματος της περιοχής, μαζί με την υπομονετική τεχνογνωσία της καλλιέργειας, φύλαξης και επεξεργασίας τους από τους έμπειρους Ναπολιτάνους αγρότες. Όλες αυτές οι συνθήκες μαζί, είναι που κάνουν τις Πομοντορίνο Αλ Πιέννολο τόσο εύγεστες, τόσο τυπικές και τόσο πολύτιμες, σαν ένα μικρό διαιτητικό θησαυρό. Αυτές λοιπόν οι τομάτες, μεγαλώνουν μέσα στο σκούρο ηφαιστειογενές έδαφος , που έχει δημιουργηθεί από την αποσύνθεση της ηφαιστειακής λάβας και είναι πλούσιο σε μέταλλα. Αυτή η διαδικασία είναι πολύ αργή και έχει εξελιχθεί κατά τη διάρκεια χιλιετηρίδων. Το έδαφος έχει γίνει τόσο εύφορο, που μπορεί να τις θρέψει από μόνο του, χωρίς κανένα πρόσθετο λίπασμα. Οι τοματούλες μεγαλώνουν χωρίς πότισμα μέσα στη ξηρασία του ιταλικού καλοκαιριού κι έτσι, το περιεχόμενό τους έχει μικρή υγρασία και η φλούδα τους σκληραίνει για να τη διατηρήσει. Αυτό επιτρέπει στο να μπορούν να αποθηκευτούν για πολλούς μήνες. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η γεύση και το άρωμά τους αυξάνεται, όπως και η θρεπτική τους αξία.
Λίγο πιο πέρα, στη περιοχή της λουτρόπολης Καστελμάρε ντι Στάμπια, καλλιεργείται ένα άλλο είδος τομάτας, το ίδιο ιδιαίτερη και χαρακτηριστική. Ονομάζεται Πομοντόρο Σαν Μαρτσάνο και το αρωματικό της φρούτο διαθέτει μια πολύ ευαίσθητη, λεπτή φλούδα. Είναι αποκλειστική καλλιέργεια των χωριών Σαν Αντόνιο Αμπάτε και Σάντα Μαρία Ντελ Καριτά κι έχει δανείσει το όνομά της στην εντατικά καλλιεργούμενη ναπολιτάνικη τομάτα που άρχισε τη δεκαετία του 1960 να καλύπτει τις ανάγκες μιας μαζικής παραγωγής σάλτσας. Αυτή η διαφοροποιημένη ποικιλία, κατάλληλη για μαζική παραγωγή, έχει διατηρήσει μεν το όνομα, πλην όμως έχει χάσει εντελώς την γεύση και το άρωμά της, καθώς ξεκόπηκε από το έδαφός καταγωγής της.
Σήμερα, μια μαζική παραγωγή της αυθεντικής ποικιλίας της Σαν Μαρτσάνο, λόγω ακριβώς της λεπτής φλούδας, είναι αδύνατη και ασύμφορη. Η τομάτα λοιπόν παράγεται μόνο σε περιορισμένη κλίμακα, από τους αγρότες της περιοχής, σε μικρές ποσότητες. Οι αγρότες αυτοί στην κυριολεξία «έσωσαν» την ποικιλία από τον αφανισμό, με την υπομονή και την αγάπη τους.
Και αυτό έγινε δυνατό, όπως και στην περίπτωση της Πομοντορίνο Αλ Πιέννολο, μέσω της οργάνωσης ομάδων αποφασισμένων παραγωγών, αγροτών, μαγείρων και καταναλωτών στη «Slow Food Convivia». Ενώθηκαν για να υποστηρίξουν αποτελεσματικά την τοπική πολιτιστική και διατροφική τους κληρονομιά, με σεβασμό στους φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους της περιοχής τους.
Αυτός ο σεβασμός στη Φύση, στην αγροτική βιοποικιλότητα, στις τοπικές τέχνες και τεχνικές, στη παραδοσιακή γνώση και την χειρονακτική εργασία είναι τα βασικά στοιχεία που εμπνέουν το παγκόσμιο κίνημα του Slow Food. Το κίνημα αυτό, που ξεκίνησε από την Ιταλία, είναι ενεργό σε χώρες και πολιτισμούς πολύ διαφορετικούς, από τη Βενεζουέλα μέχρι την Ισλανδία και τη Βρετανία. Αριθμεί πάνω από 80.000 μέλη και γύρω στις 750 τοπικές οργανώσεις. Το Slow Food έχει γίνει ένας δυναμικός φορέας που αναγνωρίζεται τόσο από τους μεμονωμένους αγρότες, όσο και από παγκόσμιους φορείς, όπως ο FAO (Food and Agricultural Organization – Oργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας).
Το κίνημα του Slow Food γεννήθηκε στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όταν μια παρέα ευαίσθητων πολιτών που αγαπούσαν τη ζωή και την πατρίδα τους, αντέδρασαν έντονα στην εξάπλωση της ισοπεδωτικής κυριαρχίας των αμερικάνικων ΜακΝτόναλντ στη πόλη Μπρα του Πιεμόντε. Αντέδρασαν στην ανερχόμενη μαζικοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης των τροφίμων και τον κίνδυνο της εξαφάνισης της παραδοσιακής τοπικής ιταλικής κουζίνας και των ιδιαίτερων προϊόντων της. Καταλύτης για την δημιουργία της οργάνωσης, υπήρξε το άνοιγμα ενός ΜακΝτόναλντ σε μια ιστορική γωνιά της Ρώμης. Ο αισθητικός βιασμός του αρμονικού αρχιτεκτονικού τοπίου με τις γνωστές κίτρινες κακόγουστες αψίδες του σαρκοβόρου ΜακΝτόναλντ, συνδυάστηκε με την ανησυχία για την διατροφική παρακμή των μαζικά παραγόμενων τροφίμων. Το κίνημα διαδόθηκε στη Δύση σαν αναμμένο φυτίλι.
Το 1989, ο Κάρλο Πετρίνι, ιδρυτής του κινήματος Slow Food, και αντιπρόσωποι από είκοσι διαφορετικές χώρες, συναντήθηκαν στο Παρίσι, κατά την επέτειο της εξέγερσης της Βαστίλης, στις 14 Ιουλίου.
Η επιλογή της ημέρας δεν έγινε τυχαία, καθώς σηματοδοτούσε μια προηγούμενη «πολιτιστική επανάσταση», ελάσσονα της πολιτικής, αλλά κατά βάθος εξίσου σημαντική, όταν οι Γάλλοι μάγειροι εγκατέλειψαν τα μαγειριά της Αριστοκρατίας για να ανοίξουν τα πρώτα παρισινά εστιατόρια και να εγκαινιάσουν έτσι τις απαρχές της γαλλικής γαστρονομίας…
Το «Αργό Φαγητό» δεν αναφέρεται μόνο στη διαδικασία κατανάλωσής του όταν φτάσει στο τραπέζι μας. Περιλαμβάνει όλη την αργή διαδικασία για τη παραγωγή του, την επεξεργασία του με συνείδηση σεβασμού και αγάπης για το προϊόν και για τον «καταναλωτή», μέχρι την προετοιμασία και το μαγείρεμά του με συναίσθηση προσφοράς και αγάπης γι’ αυτούς που θα το φάνε. Το «Αργό Φαγητό» επιστρέφει έτσι στην πρωταρχική ιερότητα της τροφής, που υπήρξε μια από τις βάσεις της πνευματικότητας του ανθρώπου.
Η ζωτική δύναμη του Slow Food βρίσκεται στην ανοικτή νοοτροπία του, που χαρακτηρίζεται από την ισότητα και τον σεβασμό ανάμεσα στις διάφορες διατροφικές και καλλιεργητικές παραδόσεις από όλο τον κόσμο. Η φιλοσοφία της Οργάνωσης πριμοδοτεί την ιδιαιτερότητα, την ποικιλία και το αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε πολίτη της κάθε κουλτούρας, να κάθεται στο τραπέζι και να απολαμβάνει το φαγητό του!
Το Slow Food δεν ενδιαφέρεται να προστατέψει τα διάφορα πανάκριβα ελιτίστικα προϊόντα γκουρμέ-σπεσιαλιτέ, αλλά τις τοπικές γεύσεις και ποικιλίες που αποτελούσαν ανέκαθεν τη τροφή του λαού, σαν τις τοματούλες Αλ Πιέννολο. Μιλάμε για ευαίσθητα και αγαπημένα τρόφιμα, που παράγονται μόνο μια συγκεκριμένη εποχή του χρόνου, σε περιορισμένη κλίμακα. Προϊόντα που θέλουν τον χρόνο τους για να μεγαλώσουν, το χρόνο τους για να ωριμάσουν, το χρόνο τους για να συλλεχθούν, το χρόνο τους για να επεξεργαστούν, το χρόνο τους για να ετοιμαστούν, το χρόνο τους για να φαγωθούν…
Αυτός ο σεβασμός και η αγάπη στο χρόνο της απόλαυσης, αυτή η επίγνωση ότι η προσοχή και η φροντίδα του ανθρώπου κάνει τα φυτά νοστιμότερα και θρεπτικότερα, είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτερης πνευματικής αφύπνισης και ευαισθητοποίησης του πληθυσμού που μαθαίνει να εκτιμάει τα «παλιά καλά πράγματα» και να μην εντυπωσιάζεται από την αμερικάνικη ευκολία και την επικίνδυνη για την υγεία μόδα του πλαστικού φαγητού.
Στην πραγματικότητα, η αργή απόλαυση του φαγητού περιλαμβάνει εκτός από την τελετή προετοιμασίας του, και να το μοιραζόμαστε με φίλους και συγγενείς –πρόκειται για μια βαθιά κοινωνική ανάγκη, που ικανοποιείται μέσω της κοινής απόλαυσης του φαγητού πάνω στο τραπέζι.
Υπάρχει όμως και μια άλλη μικρή, πλην όμως σημαντική λεπτομέρεια. Παίρνοντας χρόνο να γευτούμε και να εκτιμήσουμε τα διάφορα τρόφιμα, μπορούμε να σκεφτούμε για ένα λεπτό: πώς παρήχθη το τρόφιμο αυτό, από ποιον, πού; Μπορούμε να αρχίσουμε να ενοποιούμε την εμπειρία μας ως αγοραστές και ως καταναλωτές και αυτό θα αυξήσει την επίγνωση και την απόλαυση γενικά στη ζωή μας. Παύουμε να τρώμε ασυνείδητα ό,τι μας πλασάρουν με ευκολία, και αρχίζουμε να εκτιμούμε το μικρό καρότο για τη γεύση και το άρωμά του, γνωρίζοντας τον τόπο παραγωγής του και ακόμη καλύτερα, γνωρίζοντας τον ίδιο τον παραγωγό. Παύουμε να είμαστε «κομπάρσοι» σε έναν τόσο καίριο τομέα της ζωής μας και αρχίζουμε να γινόμαστε πρωταγωνιστές που αποφασίζουν από πού και από ποιόν θα αγοράσουν τα λαχανικά και τα φρούτα τους. Και ακόμη παραπέρα, κατανοούμε ότι δεν φτάνει να μην χρησιμοποιούνται χημικά λιπάσματα και τροποποιημένοι σπόροι για να έχουμε υγιή φυτά. Χρειάζεται πρώτα και κύρια να υπάρχει τόσο στον παραγωγό, όσο και στον καταναλωτή, η συνείδηση της ευθύνης, του σεβασμού και της αγάπης. Το χωράφι και το τραπέζι της κουζίνας συνδέονται τότε αρμονικά σε μια ενιαία πρόταση ζωής και υγείας.
Ο χρόνος που αφιερώνεται γενικά στην παραγωγή, στη ζύμωση και την ωρίμανση των προϊόντων, δίνει βάθος στο άρωμα και τη γεύση τους. Αντίθετα από το καπιταλιστικό δόγμα «ο χρόνος είναι χρήμα», στα πλαίσια του Slow Food, ο χρόνος θεωρείται από μόνος του ένας φυσικός πόρος και χρησιμοποιείται συνειδητά στη διαδικασία της τροφής, σαν εργαλείο που μας επιτρέπει να ζούμε γιορτινά και φωτισμένα.
Το κίνημα του Slow Food είναι λοιπόν ένα «οικο-γαστρονομικό κίνημα» που μας υποδεικνύει έναν ολόκληρο τρόπο ζωής και σκέψης: την πνευματική γεωργία και την πνευματική (=συνειδητή) κατανάλωση.
Παράλληλα όμως με την παραπάνω συνειδητοποίηση, η αλήθεια είναι ότι η ταχύτητα με την οποία οι απαιτήσεις της μαζικής κατανάλωσης «απογυμνώνουν» το τραπέζι μας, γευστικά και θρεπτικά, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τη γεύση, την παράδοση και τη ποικιλότητα και καταστρέφοντας ασυνείδητα το περιβάλλον, συνεχίζει αυξάνουσα.
Πρόκειται λοιπόν για ένα αγώνα που μας αφορά όλους. Το τι τρώμε και το πώς τρώμε δεν περιορίζεται μόνο στα πορτοφόλια και στα στομάχια του καθενός μας. Είμαστε όλοι συνδεδεμένοι και η συμπεριφορά του καθενός επηρεάζει άμεσα το σύνολο. Οι διατροφικές μας συνήθειες δεν είναι μόνο αυστηρά προσωπική υπόθεση, είναι ταυτόχρονα και βαθιά οικουμενική. Μόνο αλλάζοντας στάση εμείς οι ίδιοι, ο καθένας στον πάγκο της κουζίνας του, μπορούμε να συνεισφέρουμε στον αγώνα που κάνει σήμερα η ανθρωπότητα να γλιτώσει από τη δυσαρμονία και να κινηθεί προς ένα μέλλον πιο φωτεινό. Είναι στο χέρι μας να ακολουθήσουμε τη γυαλιστερή πεπατημένη οδό των μεγάλων σούπερ μάρκετ ή την λασπωμένη των ελάχιστων βιολογικών λαϊκών αγορών που υπάρχουν στη πόλη μας. Μόνο να ξέρουμε ότι με κάθε μας κίνηση, με κάθε μας απόφαση, με κάθε μας επιλογή, επηρεάζουμε συνειδητά την μελλοντική πορεία που μπορεί να πάρει η γεωργία, προς μια βιώσιμη κατεύθυνση που να εστιάζεται στην ποιότητα του κάθε προϊόντος, συνεισφέροντας στην ευημερία τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.
Είναι στο χέρι μας η τροφή να είναι μια ζωντανή περιβαλλοντική, θρεπτική, πολιτισμική και τοπική οικονομική αξία, και όχι μια υποβαθμισμένη εξωτερική και εσωτερική μόλυνση. Είναι στο χέρι μας ο αγρότης να είναι ένας τεχνίτης της γης, και όχι ένας περιθωριοποιημένος και ασυνείδητος εργάτης. Είναι στο χέρι μας ο καταναλωτής να είναι ένας σκεπτόμενος πολίτης που έχει εκ γενετής το δικαίωμα να ζει ανθρώπινα και να χαίρεται τις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής, και όχι ένα τροποποιημένο καταναλωτικό ζόμπι.
Η τροφή είναι ένα από τα πράγματα που δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς. Παρόλα αυτά, η τροφή παρέμεινε επί πολλούς αιώνες στη «σκιά» της ακαδημαϊκής σκέψης και έρευνας. Οι επιστήμες του ανθρώπου μόλις πρόσφατα, τις τελευταίες δεκαετίες έχουν αρχίσει να περιλαμβάνουν τη θεματική της διατροφής μέσα στα αντικείμενα του προβληματισμού τους, με προεξάρχουσα την κοινωνική ανθρωπολογία και την ιστορία.
Για καιρό τα τρόφιμα, ως επιστημονικό αντικείμενο, παρέμεναν υποτιμημένα μόνο μέσα στα εργαστήρια των χημικών και των τεχνικών τροφίμων. Σαν αντίδραση σε αυτό το κατεστημένο που απομονώνει την καθημερινή εμπειρία μας από την ακαδημαϊκή έρευνα, το Slow Food ίδρυσε πριν μερικά χρόνια το πρώτο Πανεπιστήμιο Γαστρονομικών Σπουδών, με δύο τμήματα: Γαστρονομίας και Αγρο-οικολογίας, θέλοντας να συνδυάσει τη γαστρονομία με την παραγωγή τροφίμων και τη γεωργία.
Μέσα από το παράδειγμα του Slow Food, βλέπουμε ακριβώς τι επίδραση μπορεί να έχει στη μεγάλη κλίμακα, μια μεμονωμένη αλλά πρωτοποριακή οικολογική δραστηριότητα. Αυτό που ξεκίνησε σαν αυθόρμητη αντίδραση ενός Ιταλού πολίτη κατά της αισθητικής και πολιτισμικής παραβίασης του χώρου του από τον αμερικανικό όμιλο ΜακΝτόναλντ, κατέληξε, μέσα σε ελάχιστα χρόνια, να γίνει ένα παγκόσμιο κίνημα που μας καλεί σε αυτοσυνείδηση, υπευθυνότητα και επιστροφή στην απόλαυση των γαστρονομικών μας παραδόσεων…
Στην Ελλάδα –ευτυχώς– εξακολουθούμε να τιμούμε τη πρωταρχική διαδικασία κοινωνικοποίησης του φαγητού, παρόλο που τα φαστφουντάδικα και τα ετοιματζίδικα κατεψυγμένα φαγητά του στυλ TV dinner, έχουν διεισδύσει για τα καλά στη ζωή μας. Στην Ελλάδα της ταβέρνας, της καλής παρέας, του κρασιού και του τσίπουρου που αντιστέκεται, η νοοτροπία του Slow Food φαίνεται να ενυπάρχει φυσικά και αυθόρμητα!…
Το «Αργό Φαγητό» επιστρέφει έτσι στην πρωταρχική ιερότητα της τροφής, που υπήρξε μια από τις βάσεις της πνευματικότητας του ανθρώπου.
Καταλύτης για την δημιουργία της οργάνωσης Slow Food, υπήρξε το άνοιγμα ενός Μακ Ντόναλντ σε μια ιστορική γωνιά της Ρώμης.
Το Slow Food δεν ενδιαφέρεται να προστατέψει τα διάφορα πανάκριβα ελιτίστικα προϊόντα γκουρμέ-σπεσιαλιτέ, αλλά τις τοπικές γεύσεις και ποικιλίες που αποτελούσαν ανέκαθεν τη τροφή του λαού.
Η αργή απόλαυση του φαγητού περιλαμβάνει εκτός από την τελετή προετοιμασίας του, και να το μοιραζόμαστε με φίλους και συγγενείς –πρόκειται για μια βαθιά κοινωνική ανάγκη, που ικανοποιείται μέσω της κοινής απόλαυσης του φαγητού πάνω στο τραπέζι.
Είναι στο χέρι μας ο αγρότης να είναι ένας τεχνίτης της γης, και όχι ένας περιθωριοποιημένος και ασυνείδητος εργάτης.
Είναι στο χέρι μας να ακολουθήσουμε τη γυαλιστερή πεπατημένη οδό των μεγάλων σούπερ μάρκετ ή την λασπωμένη των ελάχιστων βιολογικών λαϊκών αγορών που υπάρχουν στη πόλη μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.